- οροσαγγαι
- ὀροσάγγαι-ῶν οἱ (тж. οἱ εὐεργέται βασιλέος) перс. оросанги, «благодетели царя» (звание особо близких к персидскому царю вельмож Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Οροσάγγαι — Ὀροσάγγαι, οἱ (Α) (στους Πέρσες) 1. οι ευεργέτες τού βασιλιά 2. οι σωματοφύλακες τού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. περσικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
Ὀροσάγγαι — the Benefactors of the King masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροσάγγαι — the Benefactors of the King masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορσάγγης — ὀρσάγγης (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Πέρσες) ο οροσάγγης, ο σωματοφύλακας ή ευεργέτης τής βασιλικής οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. Οροσάγγαι] … Dictionary of Greek
Ὀροσάγγας — Ὀροσάγγᾱς , Ὀροσάγγαι the Benefactors of the King masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀροσάγγας — ὀροσάγγᾱς , Ὀροσάγγαι the Benefactors of the King masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)